Η υπέρταση αποτελεί μία από τις συχνότερες καρδιαγγειακές παθήσεις στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από αυξημένη αρτηριακή πίεση (>140/90 mmHg) και συχνά αποκαλείται "σιωπηλός δολοφόνος" λόγω της ασυμπτωματικής πορείας της. Οι κυριότερες αιτίες περιλαμβάνουν τη γενετική προδιάθεση, το άγχος, την παχυσαρκία και την υπερκατανάλωση αλατιού.
Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, ζάλη και αίσθημα κούρασης. Μακροχρόνια μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδίου και νεφρική ανεπάρκεια.
Οι παρενέργειες διαφέρουν ανά κατηγορία και περιλαμβάνουν ξηρό βήχα, οίδημα άκρων και ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
Η στεφανιαία νόσος προκαλείται από στένωση των στεφανιαίων αρτηριών λόγω αθηροσκληρυντικών πλακών, περιορίζοντας την παροχή οξυγόνου στο μυοκάρδιο. Η στηθάγχη διακρίνεται σε σταθερή (προκαλείται από κόπωση) και ασταθή (εμφανίζεται και κατά την ανάπαυση).
Για την οξεία κρίση χρησιμοποιείται νιτρογλυκερίνη υπογλώσσια, ενώ η μακροχρόνια θεραπεία στοχεύει στον έλεγχο παραγόντων κινδύνου και την πρόληψη επεισοδίων μέσω συνδυασμένης φαρμακευτικής αγωγής.
Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελέι μια πολύπλοκη κλινική κατάσταση όπου η καρδιά αδυνατεί να αντλήσει ή να γεμίσει αποτελεσματικά με αίμα. Διακρίνεται σε τέσσερα στάδια σύμφωνα με την ταξινόμηση της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, από το ασυμπτωματικό στάδιο Α έως το προχωρημένο στάδιο D.
Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν δύσπνοια, κούραση, οιδήματα και μειωμένη ανοχή στην άσκηση. Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα, υπερηχοκαρδιογράφημα και βιοδείκτες όπως NT-proBNP.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει:
Νέες θεραπευτικές επιλογές όπως οι αναστολείς SGLT2 έχουν δείξει σημαντικά οφέλη. Η τακτική παρακολούθηση και προσαρμογή δοσολογίας είναι απαραίτητη, ενώ οι αλλαγές τρόπου ζωής συμπληρώνουν τη θεραπεία.
Οι αρρυθμίες αποτελούν διαταραχές του καρδιακού ρυθμού που διακρίνονται σε ταχυαρρυθμίες (ρυθμός >100/λεπτό) και βραδυαρρυθμίες (ρυθμός <60/λεπτό). Η κολπική μαρμαρυγή είναι η συχνότερη αρρυθμία, επηρεάζοντας περίπου 2-4% του γενικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Τα αντιαρρυθμικά φάρμακα ταξινομούνται σε τέσσερις κλάσεις:
Για την κολπική μαρμαρυγή χρησιμοποιούνται αντιπηκτικά όπως η Warfarin και τα νέα στοματικά αντιπηκτικά (Rivaroxaban, Apixaban, Dabigatran). Η επιλογή γίνεται βάσει του CHA2DS2-VASc score και του κινδύνου αιμορραγίας. Η τακτική παρακολούθηση της θεραπείας είναι αναγκαία για την αποφυγή επιπλοκών.
Η δυσλιπιδαιμία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Χαρακτηρίζεται από ανώμαλα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα και απαιτεί εξειδικευμένη φαρμακευτική αντιμετώπιση.
Η δυσλιπιδαιμία κατηγοριοποιείται με βάση τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης, HDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων. Οι κύριοι τύποι περιλαμβάνουν την υπερχοληστεριναιμία, την υπερτριγλυκεριδαιμία, τη μικτή υπερλιπιδαιμία και τη χαμηλή HDL χοληστερόλη.
Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν το κάπνισμα, την υπέρταση, το σακχαρώδη διαβήτη, το οικογενειακό ιστορικό, την παχυσαρκία και την καθιστική ζωή. Η αξιολόγηση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου καθορίζει την προσέγγιση της θεραπείας.
Η φαρμακοθεραπεία της δυσλιπιδαιμίας βασίζεται σε διάφορες κατηγορίες φαρμάκων:
Οι θεραπευτικοί στόχοι εξαρτώνται από τον καρδιαγγειακό κίνδυνο του ασθενούς. Για υψηλό κίνδυνο, στόχος είναι LDL <70 mg/dL, ενώ για πολύ υψηλό κίνδυνο 40 mg/dL στους άνδρες και >50 mg/dL στις γυναίκες.
Οι στατίνες μπορεί να προκαλέσουν μυαλγία, ηπατοτοξικότητα και σπάνια ραβδομυόλυση. Τα φιμπράτες ενέχουν κίνδυνο χολολιθίασης και αλληλεπίδρασης με αντιπηκτικά. Απαιτείται τακτική παρακολούθηση ηπατικών ενζύμων και CK.
Η συνδυαστική θεραπεία ενδείκνυται όταν η μονοθεραπεία δεν επιτυγχάνει τους στόχους. Συνήθεις συνδυασμοί περιλαμβάνουν στατίνη με ezetimibe ή στατίνη με φιμπράτες σε επιλεγμένους ασθενείς.
Η αγγειακή νόσος και οι θρομβοεμβολικές διαταραχές αποτελούν σοβαρές κλινικές καταστάσεις που απαιτούν εξειδικευμένη αντιθρομβωτική αγωγή και προληπτικά μέτρα.
Η περιφερική αρτηριοπάθεια χαρακτηρίζεται από στένωση ή απόφραξη των περιφερικών αρτηριών, κυρίως των κάτω άκρων. Προκαλεί διαλείπουσα χωλότητα και μπορεί να εξελιχθεί σε κρίσιμη ισχαιμία άκρου.
Η φλεβική θρομβοεμβολή περιλαμβάνει τη βαθιά φλεβική θρόμβωση και την πνευμονική εμβολή. Αποτελεί σοβαρή κατάσταση με υψηλή νοσηρότητα και θνησιμότητα που απαιτεί άμεση αντιπηκτική αγωγή.
Η αντιθρομβωτική θεραπεία περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες φαρμάκων:
Τα αγγειοδιασταλτικά φάρμακα βελτιώνουν την περιφερική κυκλοφορία. Η πεντοξιφυλλίνη βελτιώνει τη ρεολογία του αίματος, ενώ το cilostazol έχει αντιαιμοπεταλιακή και αγγειοδιασταλτική δράση.
Η πρωτογενής πρόληψη στοχεύει στην πρόληψη του πρώτου θρομβοεμβολικού επεισοδίου, ενώ η δευτερογενής πρόληψη αποσκοπεί στην πρόληψη υποτροπής. Η επιλογή θεραπείας εξαρτάται από τους παράγοντες κινδύνου και το κλινικό πλαίσιο.
Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την υπέρταση, τη δυσλιπιδαιμία, το διαβήτη, το κάπνισμα, την παχυσαρκία, το οικογενειακό ιστορικό και την προχωρημένη ηλικία. Η τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου είναι θεμελιώδης για την πρόληψη.
Τα αντιπηκτικά παρουσιάζουν σημαντικές αλληλεπιδράσεις με αντιβιοτικά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, αντιμυκητιασικά και άλλα φάρμακα. Απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση και προσαρμογή δοσολογίας.
Η ασφαλής χρήση αντιθρομβωτικών φαρμάκων απαιτεί τακτική παρακολούθηση εργαστηριακών παραμέτρων, εκπαίδευση ασθενών για αναγνώριση αιμορραγικών επιπλοκών και προσοχή σε χειρουργικές επεμβάσεις ή οδοντιατρικές θεραπείες.