Ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV) είναι ένας RNA ιός που προσβάλλει κυρίως το ήπαρ, προκαλώντας φλεγμονή και δυνητικά σοβαρές επιπλοκές. Ανήκει στην οικογένεια Flaviviridae και χαρακτηρίζεται από υψηλή γενετική ποικιλότητα με έξι κύριους γενότυπους. Η μόλυνση μπορεί να εξελιχθεί σε χρόνια ηπατίτιδα, κίρρωση ή ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Ο ιός είναι ιδιαίτερα ανθεκτικός και μπορεί να επιβιώσει εκτός του οργανισμού για αρκετές ημέρες.
Η μετάδοση του HCV γίνεται κυρίως μέσω επαφής με μολυσμένο αίμα. Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν:
Παγκοσμίως, περίπου 71 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με χρόνια ηπατίτιδα C. Στην Ελλάδα, η επιπολασμός εκτιμάται στο 0,5-1% του γενικού πληθυσμού, με υψηλότερα ποσοστά σε ευπαθείς ομάδες. Ετησίως καταγράφονται περίπου 500-700 νέες διαγνώσεις στη χώρα μας. Η νόσος είναι υπεύθυνη για περισσότερους από 400.000 θανάτους ετησίως παγκοσμίως.
Η οξεία φάση της ηπατίτιδας C συχνά παραμένει ασυμπτωματική ή εμφανίζει ήπια συμπτώματα όπως κόπωση, ναυτία και κοιλιακό άλγος. Η χρόνια μορφή μπορεί να παραμείνει σιωπηλή για δεκαετίες. Όψιμα συμπτώματα περιλαμβάνουν χρόνια κόπωση, αρθραλγίες, ίκτερο, κοιλιακή διάταση, αιμορραγική διάθεση και νευρολογικές διαταραχές. Η ηπατική εγκεφαλοπάθεια αποτελεί σοβαρή επιπλοκή. Πολλοί ασθενείς διαγιγνώσκονται τυχαία μέσω ρουτίνας εξετάσεων όταν η νόσος έχει ήδη προχωρήσει.
Η διάγνωση βασίζεται αρχικά στον έλεγχο αντισωμάτων anti-HCV με ELISA. Θετικό αποτέλεσμα απαιτεί επιβεβαίωση με HCV RNA (PCR) για την ανίχνευση ενεργού λοίμωξης. Ο προσδιορισμός του γενοτύπου είναι απαραίτητος για την επιλογή θεραπείας. Επιπλέον εξετάσεις περιλαμβάνουν ηπατικές ένζυμα (ALT, AST), αλφα-φετοπρωτεΐνη, πλήρη αιμογράμμα και ελέγχους πηκτικότητας. Η ελαστογραφία αξιολογεί την ίνωση του ήπατος μη επεμβατικά.
Η ηπατίτιδα C εξελίσσεται σε τέσσερα κύρια στάδια: οξεία λοίμωξη, χρόνια ηπατίτιδα, κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Το 75-85% των ασθενών αναπτύσσει χρόνια μορφή. Η πρόοδος προς κίρρωση συμβαίνει σε 15-20% των χρονίως μολυσμένων εντός 20 ετών. Εξωηπατικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν κρυοσφαιριναιμία, σπειραματονεφρίτιδα και λέμφωμα. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορεί να αποτρέψει σοβαρές επιπλοκές και να οδηγήσει σε ίαση.
Τα άμεσα αντιιικά φάρμακα (Direct-Acting Antivirals - DAAs) αποτελούν την πρώτης γραμμής θεραπεία για την ηπατίτιδα C. Αυτά τα φάρμακα στοχεύουν συγκεκριμένες πρωτεΐνες του ιού HCV, παρεμποδίζοντας την αναπαραγωγή του. Οι κύριες κατηγορίες περιλαμβάνουν αναστολείς της NS5A πρωτεΐνης, αναστολείς της NS5B πολυμεράσης και αναστολείς της NS3/4A πρωτεάσης. Η συνδυαστική χορήγηση αυτών των φαρμάκων επιτυγχάνει ποσοστά ίασης άνω του 95%, με θεραπευτικό σχήμα διάρκειας 8-12 εβδομάδων. Η εξατομικευμένη θεραπεία εξαρτάται από τον γονότυπο του ιού, τη σοβαρότητα της ηπατικής νόσου και προηγούμενες θεραπευτικές προσπάθειες.
Οι σύγχρονες θεραπείες για τον ιό της ηπατίτιδας C βασίζονται σε συνδυασμούς άμεσα δρώντων αντιιικών φαρμάκων (DAAs). Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα σχήματα περιλαμβάνουν sofosbuvir/velpatasvir σε δόση 400/100mg μία φορά ημερησίως, glecaprevir/pibrentasvir 300/120mg μία φορά ημερησίως και sofosbuvir/ledipasvir 400/90mg μία φορά ημερησίως. Η επιλογή του κατάλληλου σχήματος εξαρτάται από τον γονότυπο του ιού, την παρουσία κίρρωσης και το ιστορικό προηγούμενων θεραπειών.
Η τυπική διάρκεια θεραπείας κυμαίνεται από 8 έως 12 εβδομάδες, ανάλογα με τον γονότυπο του ιού και την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Παράγοντες που επηρεάζουν τη διάρκεια περιλαμβάνουν την παρουσία κίρρωσης, το αρχικό ιικό φορτίο, τυχόν συνυπάρχουσες λοιμώξεις όπως ο HIV και το ιστορικό αποτυχίας προηγούμενων θεραπειών. Ασθενείς με κίρρωση μπορεί να χρειάζονται παρατεταμένη θεραπεία 12 εβδομάδων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται προσθήκη ριμπαβιρίνης.
Τα φάρμακα λαμβάνονται προτιμητέα με το φαγητό για καλύτερη απορρόφηση. Σημαντικές αλληλεπιδράσεις παρατηρούνται με αντιεπιληπτικά, αντιβιοτικά και ανοσοκατασταλτικά. Αποφεύγετε τη χρήση αντιόξινων 4 ώρες πριν ή μετά τη λήψη. Ενημερώστε πάντα τον γιατρό σας για όλα τα φάρμακα και συμπληρώματα που λαμβάνετε πριν την έναρξη της θεραπείας.
Οι πιο συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν κόπωση, κεφαλαλγία, ναυτία και αϋπνία. Ορισμένοι ασθενείς αναφέρουν ελαφρά γαστρεντερικά συμπτώματα όπως διάρροια ή κοιλιακό άλγος. Σπάνια μπορεί να παρατηρηθούν μυαλγίες, δερματικό εξάνθημα ή ταχυκαρδία. Οι περισσότερες παρενέργειες είναι ήπιες και παροδικές, υποχωρώντας συνήθως μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας. Σε περίπτωση σοβαρών ή επίμονων συμπτωμάτων, απαιτείται άμεση ιατρική αξιολόγηση.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, καθώς ορισμένα φάρμακα χρειάζονται προσαρμογή δόσης. Η εγκυμοσύνη αποτελεί σχετική αντένδειξη για συγκεκριμένους συνδυασμούς. Ασθενείς με ιστορικό καρδιακών αρρυθμιών χρειάζονται στενή παρακολούθηση. Αποφύγετε τη χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της θεραπείας για προστασία του ήπατος.
Απαιτείται τακτική παρακολούθηση της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας μέσω εργαστηριακών εξετάσεων. Ο ιικός φορτίος ελέγχεται σε τακτά διαστήματα για αξιολόγηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία. Τα επίπεδα των φαρμάκων στο αίμα μπορεί να παρακολουθούνται σε ειδικές περιπτώσεις για βελτιστοποίηση της δοσολογίας.
Η πρόληψη της μετάδοσης του ιού περιλαμβάνει αποφυγή κοινής χρήσης προσωπικών αντικειμένων όπως ξυραφάκια και οδοντόβουρτσες. Χρησιμοποιείτε πάντα προφυλακτικά κατά τις σεξουαλικές επαφές και αποφεύγετε την κοινή χρήση βελονών. Επιλέξτε αξιόπιστα κέντρα για τατουάζ και piercing που τηρούν αυστηρά μέτρα υγιεινής. Οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας πρέπει να τηρούν αυστηρά πρωτόκολλα ασφάλειας.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας συνιστάται υγιεινή διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, επαρκής ενυδάτωση και ήπια άσκηση. Αποφύγετε το αλκοόλ πλήρως και περιορίστε το κάπνισμα. Διατηρήστε κανονικό ύπνο και αποφύγετε το άγχος. Πάρτε τα φάρμακά σας τακτικά και μην παραλείψετε δόσεις για βέλτιστα αποτελέσματα.
Οι οικογένειες πρέπει να ενημερωθούν για τους τρόπους μετάδοσης και πρόληψης: